δυσόσμων

δυσόσμων
δύσοσμος
ill-smelling
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναθυμίαση — η (Α ἀναθυμίασις) [ἀναθυμιῶ] διάχυση αερίων, κυρίως δύσοσμων ή δηλητηριωδών, απόπνοια νεοελλ. δυσάρεστη ή επιβλαβής οσμή …   Dictionary of Greek

  • γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • όζαινα — (Ιατρ.). Χρόνια φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου, που εντοπίζεται κατά προτίμηση στην κάτω ρινική κόγχη· ή ό. χαρακτηρίζεται από παρουσία πρασινωπού εκκρίματος το οποίο γρήγορα μετατρέπεται σε εφελκίδες πάνω σε έναν ατροφικό ρινικό βλεννογόνο. Σε …   Dictionary of Greek

  • βρομούσα — η 1. γυναίκα ακάθαρτη. 2. μτφ., γυναίκα ανήθικη. 3. ονομασία διάφορων δύσοσμων φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”